- προφημι
- πρόφημιπρό-φημιговорить раньше
ὡς προέφημεν Arst. — как мы сказали выше
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὡς προέφημεν Arst. — как мы сказали выше
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόφημι — ΜΑ 1. αναφέρω προηγουμένως, προαναφέρω 2. προλέγω, προβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φημί «λέγω»] … Dictionary of Greek
απρόφατος — ἀπρόφατος, ον (Α) [πρόφημι] 1. αυτός που δεν μπορεί να προφητευθεί, ανέλπιστος, απροσδόκητος 2. άρρητος, φοβερός 3. απροφάσιστος … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek